ποιμενικά

ποιμενικά
ποιμενικός
of
neut nom/voc/acc pl
ποιμενικά̱ , ποιμενικός
of
fem nom/voc/acc dual
ποιμενικά̱ , ποιμενικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποιμενικάς — ποιμενικά̱ς , ποιμενικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… …   Dictionary of Greek

  • ЛОНГ —    • Longus,          Λόγγος, сочинитель пастушеского романа, жил, может быть, в 5 в. от Р. X. Его сочинение ποιμενικὰ τὰ κατὰ Δ ήφνιν καὶ χλόην, в 4 книгах, изображает любовь пастуха Дафниса к Хлое и содержит несколько прелестных описаний и… …   Реальный словарь классических древностей

  • Longos — Longos, griechischer Sophist im 4. od. 5. Jahrh. n. Chr.; er schrieb den schlüpfrigen Roman (Ποιμενικὰ τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην, Daphnis u. Chloe), herausgeg. von Columban, Flor. 1589; von Villoison, Par. 1778, 2 Bde.; von Mitscherlich, Zweibr.… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • GAULUS — Festo navigii genus pene rotundum. Hesych. Γαῦλοι τὰ ποιμενικὰ τοῦ γάλακτος ἀγγεῖα καὶ τὰ φοινικικὰ πλοῖα, Gauli pasiorum, quibus lac excipiunt, vasa, item Phoenicia naulgia. Idem Hesych. Pollux et Suid. Achen. l. XI. p. 500. inter vasa reponunt …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MODULATIO — in pastionibus inventa primum, vel naturae impulsu, vel avicularum imitatione, velarborum sibilis, otium enim (quale Pastores agunt, cum Aratores in opere sint) voluptatis ac lasciviae pater. Et quidem duae species Cantolenarum natae sic sunt:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PASTORALE Carmen — omnium vetustissimum. Namque cum tria sint saeculorum genera, Pastoris, Venatoris, Aratoris, Venatores quidem, quia sunt in motu, minus ad verba propensi exsistunt. Quin neutiquam faustum putamus in venatu loqui, nedum ut cantus aptus iudicetur.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • ειδύλλιο — Όρος ο οποίος αρχικά αντιστοιχούσε στο σύντομο ποίημα. Από το περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους των Ειδυλλίων του Θεόκριτου (3ος αι. π.Χ.), στη συνέχεια του Μόσχου (2ος αι. π.Χ.) και κατόπιν του Βίωνα (1ος αι. π.Χ.), που ήταν κυρίως βουκολικό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”